- νεωρυχής
- νε-ωρῠχής, ές, ([etym.] νέος, ὀρύσσω)A newly dug, Nic.Th. 940.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεωρυχής — νεωρυχής, ές (Α) αυτός που εξορύχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ωρυχής (< ὀρύσσω), πρβλ. κατ ωρυχής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση ἐν συνθέσει] … Dictionary of Greek
νεωρυχέος — νεωρυχής newly dug masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)